ξεφάντωση
Смотреть что такое "ξεφάντωση" в других словарях:
ξεφάντωση — η η διασκέδαση, το γλεντοκόπι, το ξεφάντωμα: Και ξεφάντωση γυρεύει με τραγούδια τρυφερά (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφάντωση — η [ξεφαντώνω] το ξεφάντωμα … Dictionary of Greek
φιλοξεφάντωση — η, Ν διασκέδαση με φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ξεφάντωση (< ξεφαντώνω)] … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek